|
το мадригал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мадригал? — μαδριγάλιον как с (ново)греческого переводится слово μαδριγάλιον? — мадригал — πλιατσικολόγημα — πτυχή — παιδοποιία — βασιλομήτωρ — θεατρινίστικος — τουρμαλίνης — βιβλιογνωσία — αφηγηματικά — εδαφολογικός — τρανεύω — καλπάκι — λιθοβολισμός — αγγελόκορμος — χωροφύλαξ — τουλούμι — διασκεπτήριο — γογγυτό — σβαρνίζω — μουχτάρης — ωριμάζω — διαστραμμένος |
|||