|
ο египтянин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово египтянин? — Αιγύπτιος как с (ново)греческого переводится слово Αιγύπτιος? — египтянин — αειφορία — μισογεμάτος — γραμματοκομιστής — σοτάρω — ξεβούλωμα — υδατογράφος — κολεόπτερα — πραίτωρας — ανδροκρατία — πέτομαι — μεταλαμπαδεύω — κλειστοφοβικός — κατηφές — άχνουδος — ετυμολογικός — σθεναρά — ασέβαστος — πονάω — κληρονόμα — κιννάβαρι — λυσσόδηχτος |
|||