|
(-ιδος) η частное лицо (ж.р) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово частное лицо? — ιδιώτις как с (ново)греческого переводится слово ιδιώτις? — частное лицо — ζύγιση — ιεροφάντης — διαδίδω — θεσμοφύλακας — θελκτικός — καταψηφίζω — κρυσταλλώδης — φρύνος — αντιπροίκι — ανενταφίαστος — μυστηριώδης — μετρίασμα — άτσουχτος — αποκαρδιωτικά — χαρτοπολτός — μεσολαβώ — κλώθω — καταφεύγω — στοιχείωμα — αλκοολούχος — βρονζα |
|||