|
η лодка; μεγάλη βάρκα — баркас #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лодка? — βάρκα как с (ново)греческого переводится слово βάρκα? — лодка — δεματικό — μαίανδρος — βούλλα — στάχι — δαιμονίζω — αυτοκράτορας — χηνάρης — ανάρχιστος — λεπτόθριξ — φωτοπαγίδα — εξυπνητήρι — μεμψίμοιρος — δίστιχο — ακάματα — εσωτρόπιο — παγούρι — διίστιος — αλλοχρωματισμός — εγχύνω — ανίκανος — πωλητήριος |
|||