|
η : γεγωνυία τή φωνή — громогласно, громким голосом #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεγωνυία? — — δίαιτα — αίθουσα — ιχθυολόγος — αγαντάρω — οραματισμός — δακρυϊκός — πυγολαμπίδα — μουνάκιας — ζωομορφία — άύτοπλασια — αρκουδόγατος — λεύκα — πουργκατόριο — στρέφω — αγόρα — καμωτός — άμυαλος — ολόγυρα — αραιόσαρκος — κατεδάφιση — ξεκακιώνω |
|||