|
пикетировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикетировать? — πικετοφορώ как с (ново)греческого переводится слово πικετοφορώ? — пикетировать — σκελετώδης — εθνικισμός — απόκειμαι — βαμβακίαση — χρηστομάθεια — επαναταξινόμηση — υπόδεση — πεντάκις — πλειοψηφικός — ενοποιώ — μάρτυρας — κολαντρίζω — ανάφλογος — άγονος — ματαιοδοξώ — καμπανιστός — δυσερμήνευτος — πλέμπα — ευτυχώ — στεφανοκούτι — Αλεξανδρούπολη |
|||