|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μηρυκαστικά? — — ομογάλακτος — πιστρόφια — τερψιλαρύγγιο — ροδίτικος — βαλτονερουλιάζω — πυογενής — κλεψιά — φωτογόνος — επικαταλλαγή — απιδρομή — βυρσοδεψία — δοχείο — Ιταλιάνος — υδατοσκοπία — οίκημα — ηχηρότητα — μένος — σκωληκοειδίτιδα — εντευκτήριον — κτηνιατρείο — μπροστινά |
|||