αδικοπλουτίζω

формы словаβ
αδικοπλουτίζω
незаконно обогащаться



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово незаконно обогащаться? — αδικοπλουτίζω
как с (ново)греческого переводится слово αδικοπλουτίζω? — незаконно обогащаться


εκκρισημισθοφορικόςτάνάποδαβλυσίδιτάσιβρύζαψυχρούλαμπαμπακόλαδοβαμβακούλακύπριοςπαραδειγματίζομαιδιχτυάρικοραδικόζουμολιονοτρεμούλασύντεχνοςδεκαεπταπλάσιοςδευτέρωμααποχαιρετίζομαιακαριαίοςφιλημένοςεκτόδερμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit