|
(-όνος) ο мор. вымпел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вымпел? — επισείων как с (ново)греческого переводится слово επισείων? — вымпел — βιβλιαράκι — βίαιος — φρικωδία — αυλίζομαι — χορεία — αλλόφωτος — θερσίτειος — ιερά — υποψιάζομαι — περιωρισμένος — μεγαλωμένος — λαγάρα — εκτραχηλισμός — διάσκελα — συγκατέχω — ενοχοποιούμαι — ενδιαφέρομαι — μπεζαχτάς — υποτέλεια — στέρεα — ανορμήνευτος |
|||