πτωχευμένος

формы словаβ
πτωχευμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πτωχευμένος? —


αντισυνταγματικώςινδιάνοςαποστράγγισμαμπιλλιαρδιστήςαδήνοροσειράενστάλαξηστροβίλισμόςευθαλήςκατοικητήριονγάβανοςτζαμώνωέχιδνακοιλιόδεσμοςκτηνασφάλειασουρομαδιούμαιελαύνομαιδεκάλεπτοακουάριοκαλομάθητοςεπικάθημαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit