|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πτωχευμένος? — — αντισυνταγματικώς — ινδιάνος — αποστράγγισμα — μπιλλιαρδιστής — αδήν — οροσειρά — ενστάλαξη — στροβίλισμός — ευθαλής — κατοικητήριον — γάβανος — τζαμώνω — έχιδνα — κοιλιόδεσμος — κτηνασφάλεια — σουρομαδιούμαι — ελαύνομαι — δεκάλεπτο — ακουάριο — καλομάθητος — επικάθημαι |
|||