|
(-άδος) η побег растений (особенно тыквы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово побег растений? — κορυφάς как с (ново)греческого переводится слово κορυφάς? — побег растений — κονταυγή — αφεύγατο — μαντηλοδεμένος — καταφρονημένος — ακατάπαυστος — ασκούμενος — φαγούρα — εξατομικεύομαι — αδιαλυτότητα — οινοπνευματοποιία — εκβυθίζω — μαγουλήθρα — παράγω — αχρειότητα — τετραγωνίζω — υδροτροπισμός — πικραμυγδαλόλαδο — άχαρος — είκοσι — επιγαμία — ρύθμιση |
|||