|
заинтересованный; ~η πλευρά — заинтересованная сторона; είμαι ο αμέσως ~ — быть непосредственно заинтересованным лицом; οι ~οι δύνανται νά υποβάλουν αιτήσεις — [phrase]желающие могут подать заявление[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заинтересованный? — ενδιαφερόμενος как с (ново)греческого переводится слово ενδιαφερόμενος? — заинтересованный — αφέγγιστος — σελήνιο — τσαρλατανιά — νταγκλαράς — δυοσμαρίνι — αμελάνιαστος — αμυντικός — μισθοδοτικός — αφίσταμαι — ξεψυχώ — εθνάριον — μεταποιητός — εξαδακτυλία — ζαφύρι — αμαξοφόρτωμα — παραμόρφωση — φυλλάριο — λιανικώς — ξαγναντευτής — λύτρα — καταβοσανίζω |
|||