|
оцинковывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оцинковывать? — ψευδαργυρώνω как с (ново)греческого переводится слово ψευδαργυρώνω? — оцинковывать — κλωστήρ — κακουργοδικείο — σωπαίνω — παγκόσμια — σήκωμα — γηθοσύνη — ιατροδικαστής — αυτοκίνηση — έκβραση — καθημέραν — ανασκελώνομαι — απόπασχα — οκνεύω — φρόντισμα — εργογράφος — ασύνταχτος — κλαπατσίμπαλα — ροκέ — εξηγημένος — γνωστοποίηση — Θεομήτωρ |
|||