|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συρρικνώνομαι? — — διήκω — κασίδι — αρραβώνιασμα — λαμποκοπή — υπνηλία — χαμηλόβαθμος — Κρητικόπουλο — στρήβω — κωμωδιογράφος — επαίσχυντος — νταβάνωμα — διέζευξα — δίστοιχος — κωλοσούρνομαι — περιέχω — σόλφεζ — ανήκω — τοξότης — ράψιμο — ερυθρόδανον — εγχύσιμος |
|||