Новогреческий словарь
μισοχορταίνω
μισοχορταίνω
(αόρ. (ε)μισοχόρτασα) 1.
кормить не досыта
;
2.
не наедаться досыта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кормить не досыта
? —
μισοχορταίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
не наедаться досыта
? —
μισοχορταίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισοχορταίνω
? — кормить не досыта, не наедаться досыта
#
(ново)греческий словарь
—
κριμαϊκός
—
συντρόφι
—
απογαλάκτισμα
—
βουλωτήρι
—
κλαγγάζω
—
αποκαίομαι
—
ηλιοθρεμμένος
—
αντιεμετικό
—
προπλασμός
—
αντιδάκτυλος
—
ακανθόριος
—
αμίλητος
—
αποστολιάτικα
—
παρασόκακο
—
νομιμοφροσύνη
—
φλογιστό
—
έφηβη
—
μολογώ
—
παγετός
—
ντουφεκιά
—
αυτοκράτειρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,