|
η биол. полиспермия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полиспермия? — πολυσπερμία как с (ново)греческого переводится слово πολυσπερμία? — полиспермия — ξεμαλλιασμένος — μπεζές — συναθλητής — ασυγύριστος — εγγονάκι — σκοτισμάρα — απλουτος — γλεντοκοπω — κατάσταση — ριζά — στομίδα — τσιμεντοκονία — άγογγυση — χτικιάρικος — απανωστοιβάζω — κοχλιωτός — επιστομίζω — σιδηροτροχιά — αθεατρίνιστος — παπιόν — αφαλόκομμα |
|||