|
коллективный; ~ό νοικοκυριό — коллективное хозяйство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллективный? — κολλεκτιβιστικός как с (ново)греческого переводится слово κολλεκτιβιστικός? — коллективный — κουλουρίτσα — καρέλι — χέζας — λάπατο — μπατάρω — ανασυγκρότηση — μαρτυράω — αγγαρικά — κεραυνώνω — γαλατιάζω — βρώσιμο — γραβάδι — ξοδιαστής — διοπτροφόρος — αυτόνομον — διασκευάζω — σποριαρικος — κινέζικο — φορεματάκι — ίο — μισανοίγω |
|||