|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλαράκι? — — καψίλα — ανεπαίσθητος — ιδιοτελής — εξέταστρα — σέβας — δίκυρτος — ερυθρόχρους — σκληρωτικός — σάμπως — ανευχαρίστητος — πανδημία — ταπείνωση — κλασμένος — λιγουδιάρης — γιγάντινος — ρητορικότητα — παπαδοκρατία — παρακρατώ — φιλάργυρος — απολογιούμαι — τρυτάνη |
|||