|
αόρ. от διαπεταννύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεπέτασα? — — έκδαρμα — όζαινα — ξεκάκιωμα — ρουλεμάν — επιδέτης — βωλοκοπιά — απογέννι — τόμος — συγκόλληση — αυγομάννα — ντολμέν — θυμοσοφία — δίφανος — εφτάτομος — δυϊστής — τροποποίηση — μοιχεύω — ασκάριστος — βγαλτό — σκηνοφύλακας — πολεμώ |
|||