διεπέτασα

формы словаβ
διεπέτασα
αόρ. от διαπεταννύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διεπέτασα? —


έκδαρμαόζαιναξεκάκιωμαρουλεμάνεπιδέτηςβωλοκοπιάαπογέννιτόμοςσυγκόλλησηαυγομάνναντολμένθυμοσοφίαδίφανοςεφτάτομοςδυϊστήςτροποποίησημοιχεύωασκάριστοςβγαλτόσκηνοφύλακαςπολεμώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit