|
ист. фараонов, относящийся к фараону #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фараонов? — φαραωνικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к фараону? — φαραωνικός как с (ново)греческого переводится слово φαραωνικός? — фараонов, относящийся к фараону — επίχωση — ημίωρο — φωτοστέφανο — φιλοξενία — μοιάζω — βατράχειος — χλωροφορμιστής — παζάρεμα — ακατασκεύαστος — ψυχρότητα — επιμήκυνση — τερετίζω — μετατροπία — κασσιτέρωση — γυναικοθέσι — σκάρτα — χεροβολιά — φαροφύλαξ — σπληναλγία — καπελλάκι — ναυαγοσωστικό |
|||