|
ο см. φασολιά #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φασίολος? — — ασβεστόλιθος — οιδηματικός — άλογο — ξεμαλλιασμένος — υπόταση — διπλωματικότητα — ασπροπόδαρος — γυναικοκαυγάς — ιονικός — δημοτικιστής — διαθλαστικότητα — ενιαχού — ραχατλής — ρόδινος — αυτοτελής — ιδιότυπος — κατώτερα — αποκρικώνω — προασπιστής — δευτεριάτικα — σόλ |
|||