Новогреческий словарь
διαίσθηση
διαίσθηση
η 1)
предчувствие
;
2)
интуиция
;
από ~, μέ τή ~ или εκ διαισθήσεως — по интуиции, интуитивно; инстинктивно, по наитию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
предчувствие
? —
διαίσθηση
как на
(ново)греческом
будет слово
интуиция
? —
διαίσθηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαίσθηση
? — предчувствие, интуиция
#
(ново)греческий словарь
—
μαντιλοδεμένος
—
ανεμοκινητήρας
—
γρανιτοειδής
—
ακουάριο
—
αδάμαστος
—
αποχείμωνο
—
αδροσοβόλητος
—
χαλκουργική
—
ζύθος
—
ισοζυγισμός
—
νυχτοφύλακας
—
πετρελαιοπηγές
—
ορνίθειος
—
ευκαριωτικά
—
χτενιά
—
αρνάδι
—
γεφυροδοποιία
—
βελγικός
—
απροσχεδίαστος
—
ποντικοουρά
—
μισοφούστανο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,