|
το прям., перен. пропасть; бездна; === οικονομικό βάραθρο — финансовая пропасть, разорение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пропасть? — βάραθρο как на (ново)греческом будет слово бездна? — βάραθρο как с (ново)греческого переводится слово βάραθρο? — пропасть, бездна — δάδα — σαβανώνω — εφελκίδωση — σχηματικότητα — ηλεκτρονόμος — εφαπλωματοποιείον — φυραίνω — αυτοφαγία — εξώδικος — βλαισοποδία — αμφιδρομοκωλάριος — ικεσία — αναγελαστής — φανταχτερός — ασθενοφόρος — επαίρω — φραγκόσυκο — αναπαλαίω — στείφτης — αίσιος — ηλοθήκη |
|||