|
η 1) буря, шторм; 2) перен. буря; η ~ τών παθών — буря страстей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буря? — τρικυμία как на (ново)греческом будет слово шторм? — τρικυμία как на (ново)греческом будет слово буря? — τρικυμία как с (ново)греческого переводится слово τρικυμία? — буря, шторм, буря — αρπάγη — δικογραφία — εξοργίζομαι — επισκεπτήριος — τουμπάνιασμα — κωπηλατικός — κατηγοριοποιούμαι — καταψήφιση — μυγοχάφτης — παγίς — αγκωνιάζω — υδραυλική — τυλιχταρούδι — μηδισμός — ομμάτιον — φτεροκόπημα — βιτριόλι — εικοσάδα — τριγαμία — ωοθηκεκτομία — ευδαιμονιστής |
|||