|
το 1) святыня; αυτός δέν έχει ούτε ~, ούτε όσιο — [phrase]для него нет ничего святого[/phrase]; 2) святилище, алтарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово святыня? — ιερό как на (ново)греческом будет слово святилище? — ιερό как на (ново)греческом будет слово алтарь? — ιερό как с (ново)греческого переводится слово ιερό? — святыня, святилище, алтарь — σησαμόπολτος — τοματόσουπα — κακομελετάω — λασκαρισμένος — φυτεμένος — ανεκτός — δειλινό — χοντρούτσικος — κονταρόξυλο — αμμόλιθος — κεραυνόπληκτος — υδατάνθρακας — εκνεύριση — παραπληρωματικός — απέραστος — κάλπικα — αντιλογήτικος — δεκαοκτώ — βοτρυοειδής — αλιτήριος — αραχνένιος |
|||