Новогреческий словарь
αφυπηρετάω
αφυπηρετάω
воен.
отслужить, демобилизоваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отслужить
? —
αφυπηρετάω
как на
(ново)греческом
будет слово
демобилизоваться
? —
αφυπηρετάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφυπηρετάω
? — отслужить, демобилизоваться
#
(ново)греческий словарь
—
παγόπληκτος
—
τύλιγμα
—
υπερρεαλιστικός
—
καμίνιασμα
—
αρνησίχριστος
—
ασύχναστα
—
απειλητικός
—
μελάνη
—
ξαγνάντεμα
—
εξυβρίζω
—
αναρρωνύω
—
εστία
—
κιθαριστής
—
φυτίστρα
—
ξεστυλώνω
—
καρυοειδής
—
ένζυμος
—
άρριφτος
—
κουλλαμάρα
—
σκηνίτης
—
επενεργώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,