Новогреческий словарь
λιπαντής
λιπαντ|ής
ο
смазчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смазчик
? —
λιπαντής
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιπαντής
? — смазчик
#
(ново)греческий словарь
—
ηλεκτρικό
—
πολυξοδιάζω
—
παραμυθατζού
—
νωχελής
—
απειροστός
—
ρεφενέ
—
ανακινώ
—
μπετό
—
αλεξίπυρον
—
νεοδύμιον
—
άλκιμος
—
αεροθερμικός
—
αριστεροφέρνω
—
κατακλυσμιαίος
—
αγκαίνιαστος
—
χωματισμός
—
τσανακογλείφτης
—
ανταλλάξιμος
—
ναστόδερμα
—
μπερδεμένος
—
ερασιτεχνικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве