|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλατόνερο? — — φακιολίζω — μουνίτσα — περισπάω — σαχλαμαράκιας — σκάψιμο — γλαρόπουλο — επίδικος — ακασσιτέρωτος — αγρότισσα — τραγανό — διάσειστος — ασπρόχωμα — ξαναζήσιμο — απανωβελονιά — κιλό — αναμφίβολα — εκκλησιάζω — αλάδωτα — μονή — νομισμοτοστάθμη — ακούσια |
|||