|
το картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — καρτόνι как с (ново)греческого переводится слово καρτόνι? — картон — κλεψίτυπο — αδιαπόρθμευτος — πανελληνίως — πλακοστρωμένος — ξεκάμνω — χαμοκλαδάκιας — υπερεκχείλιση — νεανικός — κωπαίος — σουραυλίζω — ανέκφραστος — ελληνιστί — απομαραίνω — επανερχόμενος — αζωγράφιστος — πεντηκονταπλασιάζω — ανόμημα — καβάλλα — ευμέθοδος — μακρομελία — στέρφος |
|||