Новогреческий словарь
εμμηνοπαυσιακός
εμμηνοπαυσιακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμμηνοπαυσιακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακόλουθο
—
αφιέρωση
—
τερετίζω
—
γελούμενος
—
ολόφρεσκος
—
μεταλλοτεχνία
—
αδελφοξαδέλφια
—
σαμιώτικος
—
οπλοβομβιστής
—
ελάφιον
—
σερέτισσα
—
ταβανοσάνιδο
—
τσινάω
—
στεγανοποιώ
—
αγναντώ
—
τιάρα
—
άλεση
—
λαοκρατικός
—
αδεμάτιαστος
—
προλύτης
—
αυτοκινητοβιομηχανία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве