|
το амперметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амперметр? — αμπερόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αμπερόμετρο? — амперметр — χαρτοδέτης — διασκορπίστρια — αιτιολογικό — αγριοκέρασο — σαϊτοπόλεμος — δρώ — κλούβιασμα — κιθαρίστας — κατιών — ελονοσιακός — στεριώνω — άβρετος — απειρία — ελεφαντοκόκκαλο — έρβιον — ρητινοσυλλέκτης — κρατιέμαι — λιπομαρτυρία — φλόγινος — ξεθεμελιώνω — ποτοποιείο |
|||