|
окружённый колоннами (о храме) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окружённый колоннами? — περίπτερος как с (ново)греческого переводится слово περίπτερος? — окружённый колоннами — δοξάστρια — φασιστάκι — μεταπουλώ — σκαπέτισμα — απαισιόδοξος — γλιφός — βαριετέ — εδικός — δημαιρεσιακός — στρατονομία — φρονώ — ανασπαστήρας — ραφιναρισμένος — ηδονικά — βικίο — προπηλάκισμός — θερμομετρογράφος — κληρούχος — ποδηλάτισσα — χιαστί — υδροκλιματολογία |
|||