|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βδέλυγμα? — — κοβάλτιο — πραξικοπημοτικός — καβλιτζέκι — οπτική — αλμυρούτσικος — προτιμητέος — θρομβεκτομή — Βενετσιάνα — αντιμετριέμαι — εμπαιστός — απόπτυση — μαρμαρόχτιστος — τεσσαράκοντα — πλουταίνω — πελέκημα — ξεψαρωμένος — βιολίστρια — τράκος — εκχώρηση — εξοικονόμηση — Σόδομα |
|||