|
η 1) вертел; αρνάκι τής ~ς — барашек, жаренный на вертеле; 2) кол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вертел? — σούβλα как на (ново)греческом будет слово кол? — σούβλα как с (ново)греческого переводится слово σούβλα? — вертел, кол — αμφιάρθρωση — ουκρανικός — πανηγυριώτικος — καρπούμαι — ποτοποιία — πλεκτός — μηνιγγιτικός — αρχιλόχειος — γρίλλωμα — ατημελησία — επτάπλευρος — ταβανοσάνιδο — μαγούλα — ξεχάνω — ρευστοποίηση — αξιώνομαι — νιάνιαρο — φύομαι — διατείνω — απανθρακώνω — βιοτεχνία |
|||