|
η , ο[ν] : ο ~ος — так называемый; η ~η — так называемая; === κατά τό δή λεγόμενον — то есть, другими словами #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεγόμενος? — — διετής — κορνιζοπωλείο — χηνοτροφείο — ασχολούμαι — φοινικόδεντρο — αφέλκυση — αστικοποιούμαι — χλωράλη — νηματώδεις — σόι — προπαραμονή — διεθνολόγος — ωτασπίδα — ανεπαρκώς — θρύπτομαι — αίσθημα — αβεβαίωτος — επιδιώκω — μάσκαρα — Σκωτσέζα — αδιάσταλτος |
|||