|
бить кулаками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бить кулаками? — γροθοκοπώ как с (ново)греческого переводится слово γροθοκοπώ? — бить кулаками — γέρος — συστατικός — γαλακτοπαραγωγός — δαμάλειος — πολυώροφος — λογχοειδής — δυσπραγία — ανέγγυος — ερέβινθος — φακοσκλήρωση — καταρράχι — αεροβάμων — αισθηματολογία — ύποπτος — σέξ-άπ(π)ήλ — φιλολογία — αφροστεφής — επειξη — σεκλέτι — βουρλιά — αριολόγος |
|||