|
подниматься; ~ομαι στόν αγώνα — подниматься на борьбу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подниматься? — ξεσηκώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεσηκώνομαι? — подниматься — θηλυκρέπεια — λαοθάλασσα — απάνω — απροσωπόληπτον — απεύχομαι — χαλκούργία — χίμαιρα — απαλυντικά — πλινθοδομή — ζευγαριάζω — ανάβροχος — αποσχιστής — προγεύομαι — σούμμα — στουφλέκα — εκκάθαρση — ρυμός — μπατάρω — πιτύκι — ξαγρύπνια — ρητίνη |
|||