Новогреческий словарь
διακελεύομαι
διακελεύομαι
:
ως ο νόμος ~εται — [phrase]как предписывает закон[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακελεύομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανίδρωτα
—
αγιασμένος
—
διασπαθισμός
—
προορίζω
—
αποφλοιώνω
—
ψυχογενετικός
—
φτάσιμο
—
πυρογραφία
—
αναμιμνήσκομαι
—
ποδοκύλημα
—
διαδύομαι
—
επιγόμωση
—
ισοτοπία
—
κοσμηματοπονός
—
μαγειριό
—
επίρραμμα
—
καλοπόδαρος
—
προφορικότητα
—
πεζότητα
—
λογαριασμένος
—
καλοξετάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве