|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δασυνόμενος? — — ολονέν — ερινιάζω — αιματοποιητικός — φοιτητόκοσμος — αμυγδαλωτός — αφ' ής — άγγισμα — φελώ — καλολογικός — ξαγριεύω — ανάντη — μπακιρτζίδικο — αποβάμβακον — βοσκαρέα — τζαμόπορτα — αγουροξυπνημός — καπελλάκι — κατατρυπω — πιστοδότηση — μουσαφίρης — γίγκλα |
|||