|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλαιογραφικώς? — — επικάμπτω — βούληση — στερεύω — θανατοποινίτισσα — αδελφοκτονία — θαλασσογραφία — γαργάλι — ευρωπαίος — βιοχημικός — ανακάρδιο — πορηνοειδής — αλλοσε — σκύλιασμα — τερματικό — ευηκοΐα — γοργοβασιλεύω — σπερματαγωγός — μεσοοράνισμα — παρεκτός — υπερβατικός — αλλοδοξία |
|||