|
отхаркиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отхаркиваться? — αποχρέμπτομαι как с (ново)греческого переводится слово αποχρέμπτομαι? — отхаркиваться — Άρειος Πάγος — εκτινάσσω — τουφεκισμός — γιουρντάρω — ιατρεύω — κρεατοφαγία — χανούμισσα — βεργασιό — φιληδονία — γεμιστά — ευκαιρώ — θρονιάζομαι — παρασχίς — καλαμποκάς — καλοχώνευτος — ζεματιστός — γαλακτισμός — επαναπαύομαι — άύτοπλαστική — ετερος — κάρωση |
|||