|
с густым пухом (о птицах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с густым пухом? — δασύπτιλος как с (ново)греческого переводится слово δασύπτιλος? — с густым пухом — πηγαδόνερο — σοδειακός — ακυρωτικός — αδέλφι — μαρμαράς — ύφος — διάρκεια — μπράβος — υψηλότατος — δριμόχολο — ηπειρώτης — εντατήρ — αυτάρεσκος — ράψιμο — αποκεντρωτικός — ακατάληκτος — λογοδιάρροια — αρθρίτιδα — μαλακίζομαι — γιγαντιαίος — εκστατικός |
|||