|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεμοδεικτικός? — — ανοικτιρμοσύνη — ξεκληρίζω — πρεσβυγενής — ώα — επενδύτης — στυλέτο — βιβλιοκριτική — παραγαμημένος — τάνγκο — αχυροκάλυβο — πταρμός — ανθρωπολάτρις — καυλωμένος — καθισιό — ευκολοδούλευτος — φιλιέμαι — τσιμπολόγος — μεγαλουργός — χρυσοτρίχης — αποστάτης — έξάπους |
|||