|
гнойный; гноящийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гнойный? — εμπυηματικός как на (ново)греческом будет слово гноящийся? — εμπυηματικός как с (ново)греческого переводится слово εμπυηματικός? — гнойный, гноящийся — καταφιλώ — εκδορά — ζαλώνομαι — ανακλιντήριον — κομμάτια — ινδόρνις — γραφοτυπία — περικοκλάδα — υπουργείο — φανφάρα — αριστερισμός — εκτύπωμα — εξηκοντάκις — οινοποιήσιμος — τραγούδι — ιντερμέδιο — Αρωμούνος — ανεμούρα — λιοφάγος — φυτογραφικός — απλησίαστος |
|||