|
ο бейский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бейский? — μπέϊκος как с (ново)греческого переводится слово μπέϊκος? — бейский — πεθαίνω — πνευμονικός — ασταμάτητος — καταμετρητός — τυροπωλείο — ξερομασάω — περικαλύπτω — κοφίνι — ρετσέλι — ενταφιάζω — βιδωτός — χλοάζω — κίνημα — ψευδαργυρούχος — γραφτός — πρωτοβλέπω — γαλιμίδι — εθελοτυφλώ — ρογχάζω — απορητικός — αιβασιλιάτικος |
|||