|
медленно идти, шагать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медленно идти? — αργοπατώ как на (ново)греческом будет слово шагать? — αργοπατώ как с (ново)греческого переводится слово αργοπατώ? — медленно идти, шагать — θαμπωτικός — όλον — γεφυρωτής — πέμπτος — σακκολαίφη — κατάκλιτος — βαθρακοκοίλης — εγκεφαλονωτιαίος — ευσαρκία — ζαχαροφάγος — στράτευμα — νεοπλασματικός — επανωσάγονο — αδικιάρης — πολυμορφικό — τεζάρισμα — μακρόβιος — διάργυρος — κρανιολογία — φαρμακευτική — ανατροχάζω |
|||