|
(σου, του, τικ, μας, σας, τους) ирон. собственная персона; τόν ενδιαφέρει μόνο ο ~ του — [phrase]его интересует только его собственная персона, он только о себе думает[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собственная персона? — εαυτούλης как с (ново)греческого переводится слово εαυτούλης? — собственная персона — λιανικώς — νεοαποικισμός — απονάρκωση — προΐσταμαι — υγειονομία — κατάφαρκτος — αιματορροώ — χουλιγκανισμός — κούλια — ζωολόγος — ωρολογοποιείο — κρεμώ — μπουκαδούρα — κομματόσκυλο — πομπώδης — ξεγράφω — αντιστοιχίζω — σύνταξη — ομοφωνία — χρονογράφημα — χαλκουργείο |
|||