|
η скупость; μέ ~ — скупо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скупость? — τσιγγουνιά как с (ново)греческого переводится слово τσιγγουνιά? — скупость — λογοδιάρροια — γεροντοκόριτσο — ιλλυρικός — ανατοποθέτηση — μεγαθυμία — ασύντριφτος — ελευθερόστομος — μεγαλόδωρος — ερεθισμένος — δείλινιάζω — χειροτεχνία — σταλιδώνω — αλσώδης — πολυκέφαλος — ξάφτω — ηχολαλία — γλυκόπιοτος — αναριεύω — αγριάπιδο — ξεπετώντας — ανημμένος |
|||