|
ο волынка (муз. инструмент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волынка? — άσκαυλος как с (ново)греческого переводится слово άσκαυλος? — волынка — καθετηρίασμός — παιδαγώγησις — λύγημα — εξομοίωση — δέκατα — ανεξάρτητα — μετάλλευμα — αναξιοπαθής — σύχλωρος — αγγουροντοματοσαλάτα — ανόσιος — ραδιοακτινοβολία — καμινευτικός — πλέθρο — μονοκόμματος — αρραβωνίζω — αγρεύω — κληρονομιά — καταιγισμός — ψυχρός — διακονία |
|||