|
: φτάνει καί παραφθάνει — хватит с лихвой, с избытком, предостаточно #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραφθάνει? — — ανακλίνομαι — αξιοπρεπής — προημιτελικός — ενάκανθος — νεκροφόρα — κατευθυντήριος — ερρωμένος — ανθρωπολάτρις — κατηγορηματικός — πολωσίμετρο — ανεπαίνετος — ζωοποιώ — σκοπευτικός — αναρίγημα — ξενύχτης — ελλειμματικός — λέβ — εκσκωριάζω — λεξικογραφώ — αποχώνω — τετραμελής |
|||